- οἰνέμπορος
- οἰν-έμπορος, ὁ,A wine-merchant, Artem.3.8, PGrenf.2.61.13 (ii A. D.), Supp.Epigr.3.537 (Thrace, iii A. D., written ὐν-).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
οινέμπορος — ο (Α οἰνέμπορος) έμπορος κρασιού … Dictionary of Greek
οἰνεμπόροις — οἰνέμπορος wine merchant masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οἰνεμπόρους — οἰνέμπορος wine merchant masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
έμπορος — Το άτομο που, με στόχο το κέρδος, αγοράζει και πουλάει φυσικά ή τεχνητά προϊόντα. Στην αρχαιότητα έ. ονομαζόταν εκείνος που μετέφερε προϊόντα της εργασίας του στην πόλη για να τα πουλήσει. Αντίθετα, όσοι μεταπωλούσαν είδη στην αγορά ονομάζονταν… … Dictionary of Greek
οίνος — ο (ΑΜ οἶνος) 1. το οινοπνευματούχο ποτό που παράγεται από τη ζύμωση τού γλεύκους τών νωπών σταφυλιών, το κρασί (α. οἶνος εὐφραίνει καρδίαν ἀνθρώπου», ΠΔ β. «άκρατος οίνος» ανέρωτο κρασί γ. «ρητινίτης οίνος») 2. το ποτό που παράγεται από τη ζύμωση … Dictionary of Greek
οινεμπόριο — το [οινέμπορος] 1. εμπόριο κρασιού 2. η εμπορική κίνηση που έχει σχέση με την παραγωγή και κατανάλωση κρασιού … Dictionary of Greek